γιανίτσαρος
Смотреть что такое "γιανίτσαρος" в других словарях:
γιανίτσαρος — ο βλ. γενίτσαρος … Dictionary of Greek
γιανίτσαρος — ο βλ. γενίτσαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενίτσαρος — και γιανίτσαρος και γιανίτσαρης και γενίτσαρης και γενίτσερος, ο (Μ γιανίτσαρος) στρατιώτης τού ειδικού εκείνου σώματος τουρκικού πεζικού το οποίο αποτελούσαν εξισλαμισμένα παιδιά χριστιανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yeni ceri «νέος στρατός»] … Dictionary of Greek
γιανιτσάραγας — ο ο αρχηγός τών γενιτσάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιανίτσαρος + αγάς] … Dictionary of Greek
γενίτσαρος — γενίτσαρος, ο και γιανίτσαρος, ο (λ. τουρκ.) 1. εξισλαμισμένος χριστιανός στη διάρκεια της τουρκοκρατίας που προοριζόταν για τον τουρκικό στρατό. 2. μτφ., αυτός που γίνεται φανατικός διώκτης των παλιών ομοϊδεατών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)