γιανίτσαρος

γιανίτσαρος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γιανίτσαρος" в других словарях:

  • γιανίτσαρος — ο βλ. γενίτσαρος …   Dictionary of Greek

  • γιανίτσαρος — ο βλ. γενίτσαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενίτσαρος — και γιανίτσαρος και γιανίτσαρης και γενίτσαρης και γενίτσερος, ο (Μ γιανίτσαρος) στρατιώτης τού ειδικού εκείνου σώματος τουρκικού πεζικού το οποίο αποτελούσαν εξισλαμισμένα παιδιά χριστιανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yeni ceri «νέος στρατός»] …   Dictionary of Greek

  • γιανιτσάραγας — ο ο αρχηγός τών γενιτσάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιανίτσαρος + αγάς] …   Dictionary of Greek

  • γενίτσαρος — γενίτσαρος, ο και γιανίτσαρος, ο (λ. τουρκ.) 1. εξισλαμισμένος χριστιανός στη διάρκεια της τουρκοκρατίας που προοριζόταν για τον τουρκικό στρατό. 2. μτφ., αυτός που γίνεται φανατικός διώκτης των παλιών ομοϊδεατών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»